- οσμηρός
- -ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρηςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρόςζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων τής οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών τού σολομού και τής πέστροφαςαρχ.το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].
Dictionary of Greek. 2013.